ΤΟΜΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ / ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
Όταν συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνία, οι νέοι ενδυναμώνονται και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο τόσο στην προσωπική τους ανάπτυξη όσο και στην εξέλιξη των κοινοτήτων στις οποίες κατοικούν. Η συμμετοχή στην κοινωνία ενισχύει επίσης τους δεσμούς μεταξύ των γενεών και ενθαρρύνει την κοινωνική ένταξη των νέων. Η ισχυρή λειτουργία των δημοκρατιών μας και η διάρκεια των πολιτικών που επηρεάζουν τις ζωές των ίδιων των νέων εξαρτώνται από την ενεργό συμμετοχή των νέων στη δημοκρατία. Για να εδραιωθεί πλήρως στους νέους, η δημοκρατική δέσμευση πρέπει να υπερβαίνει το επίσημο πολιτικό σύστημα. Ως εκ τούτου, η ενθάρρυνση της συμμετοχής μπορεί να επιτευχθεί μέσω μιας ποικιλίας έργων και δράσεων που πραγματοποιούνται σε διάφορα πλαίσια και περιβάλλοντα. Η συμμετοχή των νέων στη δημοκρατία μέσω του πληθοπορισμού (Yfantis et al., 2020) και άλλων μεθόδων (Yfantis et al., 2021) έχει εκτενώς διερευνηθεί περαιτέρω στον ακαδημαϊκό κόσμο (Yfantis et al., 2019).
Βασικές έννοιες
Η συμμετοχή των νέων στην κοινωνία και στη λήψη αποφάσεων δεν μετράται συστηματικά ή ολοκληρωμένα στην Ελλάδα ή σε ολόκληρη την ΕΕ. Ενδεικτικά, με βάση το Ευρωπαϊκό Βαρόμετρο Νεολαίας (2017), το 46% των νέων στην Ελλάδα ανέφερε ότι συμμετείχε σε τουλάχιστον μία από τις οκτώ δραστηριότητες που σχετίζονται με την κοινωνική και πολιτική συμμετοχή τους προηγούμενους 12 μήνες.
Επισημαίνεται ότι η Ελληνική Στρατηγική Επαγγελματικής Κατάρτισης και Δια Βίου Μάθησης και Νεολαίας διέπεται από τις βασικές αρχές της Στρατηγικής για τον τομέα της πολιτικής για τη νεολαία, όπως η καταγραφή των πραγματικών αναγκών και ενδιαφερόντων των νέων, μέσω της συμμετοχής των ίδιων των νέων και της κοινωνίας των πολιτών, στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων που τους αφορούν. Τα μέτρα πολιτικής για τη νεολαία ενθαρρύνουν και διευκολύνουν τη συμμετοχή των νέων στη δημοκρατική ζωή, καθώς και την ενεργό συμμετοχή τους στις υποθέσεις του πολίτη και στην κοινωνία, με στόχο να διασφαλιστεί ότι όλοι οι νέοι είναι εξοπλισμένοι για να είναι ενεργά μέλη της κοινωνίας και να απολαμβάνουν υψηλή ποιότητα ζωής και εργασίας.
Θεσμοί αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας
Το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας είναι η Προεδρευομένη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, με αρχηγό κυβέρνησης τον Πρωθυπουργό σε πολυκομματικό σύστημα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό κράτους και με εξουσίες (εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική) που διακρίνονται:
Εκτελεστική αρχή
Σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα, την εκτελεστική λειτουργία του κράτους ασκεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η Κυβέρνηση, στην οποία περιλαμβάνεται ο Πρωθυπουργός ως Πρόεδρός της και όλοι οι Υπουργοί που διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με πρόταση του Πρωθυπουργού και είναι μέλη του Υπουργικού Συμβουλίου.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο καθοριστικός παράγοντας στη λειτουργία του κράτους, ως ο συμβολικός Υπέρτατος Κύριος. Εκλέγεται από τη Βουλή για πενταετή θητεία, μπορεί να επανεκλεγεί μόνο μία φορά. Όταν λήξει η προεδρική θητεία, το κοινοβούλιο ψηφίζει για την εκλογή νέου Προέδρου. Το πρόσωπο του Προέδρου είναι ανεύθυνο για τις πράξεις που υπογράφει, καθώς η ευθύνη βαρύνει εξ ολοκλήρου τον αρμόδιο συνυπογράφοντα υπουργό (ή υπουργούς). Με την υπογραφή του/της εκδίδονται και δημοσιεύονται τα προβλεπόμενα διατάγματα και οι νόμοι του κράτους. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει την εξουσία να διορίζει και να παύει υπουργούς και κυβερνήσεις, να συγκαλεί και να διαλύει το κοινοβούλιο, να διορίζει και να απολύει δημοσίους υπαλλήλους, να διορίζει, να προάγει και να τοποθετεί δικαστικούς λειτουργούς, να ηγείται των ενόπλων δυνάμεων, να κηρύσσει πόλεμο και να υπογράφει συνθήκες ειρήνης, συμμαχία ή συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς μεταξύ άλλων.
Ο Πρωθυπουργός είναι συνήθως ο αρχηγός του κόμματος που ελέγχει την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών. Εάν κανένα κόμμα δεν έχει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, ο Πρόεδρος δίνει στον αρχηγό του κόμματος με τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή, δηλαδή του δίνει εντολή να εξετάσει εάν, σε συνεργασία με άλλα κόμματα, μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση που να μπορεί να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο Πρωθυπουργός προστατεύει την ενότητα της κυβέρνησης και κατευθύνει τις δραστηριότητές της. Είναι το πιο ισχυρό πρόσωπο του ελληνικού πολιτικού συστήματος και προτείνει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το διορισμό ή την παύση υπουργών και υφυπουργών. Κατά συνέπεια, η κυβέρνηση διατηρείται ακόμη και αν ο Πρωθυπουργός ανανεώσει όλα τα κυβερνητικά μέλη, και ακόμη κι αν διατηρηθούν οι ίδιοι κυβερνητικοί άνθρωποι στην εξουσία, η κυβέρνηση αλλάζει όταν αλλάζει το πρόσωπο του Πρωθυπουργού.
Ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός βασίζεται στην αρχή της δεδηλωμένης, που αφορά τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη της Βουλής στην κυβέρνηση. Επομένως, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να διορίσει Πρωθυπουργό ένα πρόσωπο που θα λάβει την ψήφο εμπιστοσύνης από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τα δύο πέμπτα του συνόλου (δηλαδή τουλάχιστον 120 ψήφους σε υπέρ, με την παρουσία 239 βουλευτών). Η κυβέρνηση μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Και αντιστρόφως, ένας αριθμός βουλευτών, τουλάχιστον το ένα έκτο από αυτούς (δηλαδή τουλάχιστον 50 βουλευτές) και όχι νωρίτερα από έξι μήνες αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας, εκτός εάν υπογραφεί από την απόλυτη πλειοψηφία τον ακέραιο αριθμό αυτών (τουλάχιστον 151 βουλευτές), μπορεί να ζητήσει αιτιολογημένη ψήφο δυσπιστίας (πρόταση δυσπιστίας), η οποία για να περάσει πρέπει να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών (δηλαδή τουλάχιστον 151 ψήφους κατά της κυβέρνησης).
Νομοθετική εξουσία
Τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία από όλους τους πολίτες άνω των 17 ετών. Αριθμεί 300 μέλη που εκλέγονται για 4ετή θητεία με ενισχυμένη αναλογική σε 48 πολυκομματικές εκλογικές περιφέρειες. Οι 288 από τους 300 βουλευτές εκλέγονται απευθείας από τον λαό, καθώς οι πολίτες μπορούν να δηλώσουν την προτίμησή τους «σταυρώνοντας» το όνομα του βουλευτή στο ψηφοδέλτιο. Οι υπόλοιπες 12 έδρες εκλέγονται με ψηφοδέλτια του κράτους, ξεκινώντας από την κορυφή κάθε ψηφοδελτίου και με βάση το ποσοστό της ψήφου που έλαβε το αντίστοιχο κόμμα στις εκλογές.
Το εκλογικό σώμα είναι το σύνολο των Ελλήνων πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου (ή το «δικαίωμα ψήφου» ή το «ενεργό εκλογικό δικαίωμα»). Το δικαίωμα αυτό έχουν όσοι έχουν ελληνική υπηκοότητα, έχουν συμπληρώσει το δέκατο έβδομο (17ο) έτος της ηλικίας τους (ή πρόκειται να το συμπληρώσουν εντός του έτους διεξαγωγής των εκλογών), έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα και δεν έχουν υποστεί αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα. Για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, ένας εκλογέας πρέπει να είναι εγγεγραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους. Οι αρχές που διέπουν την ψηφοφορία είναι:
Α) Η καθολική αρχή της ψηφοφορίας: Σύμφωνα με την αρχή αυτή, από το εκλογικό σώμα αποκλείονται μόνο όσοι πολίτες δεν πληρούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις που θέτει, κατά αποκλειστικό τρόπο, το Σύνταγμα. Ο κοινός νομοθέτης δεν μπορεί να παρέχει πρόσθετους λόγους για στέρηση του εκλογικού δικαιώματος.
Β) Η αρχή της ισότητας των ψήφων Αυτή η αρχή εξειδικεύεται σε δύο ξεχωριστές αρχές: ότι κάθε πολίτης έχει μόνο μία ψήφο και ότι όλες οι ψήφοι είναι νομικά ισοδύναμες.
Γ) Η αρχή της άμεσης ψήφου: Σύμφωνα με αυτήν την αρχή, κανένας άλλος δεν θα παρέμβει μεταξύ του ψηφοφόρου και του αποτελέσματος της εκλογής. Δεν γίνεται δηλαδή οι αιρετοί να εκλέξουν κάποιους «εκλέκτορες» που με τη σειρά τους θα εκλέξουν τους βουλευτές.
Δ) Η αρχή του απορρήτου της ψηφοφορίας: Αυτή η αρχή διασφαλίζει ότι τα εκλογικά στοιχεία του ψηφοφόρου δεν θα είναι γνωστά σε τρίτους.
Ε) Η έννοια της υποχρεωτικής ψήφου: Σύμφωνα με την αρχή αυτή, η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική.
ΣΤ) Η αρχή της ταυτόχρονης διεξαγωγής εκλογών σε όλη την επικράτεια. Η αρχή αυτή μπορεί να καταργηθεί για ψηφοφόρους που βρίσκονται στο εξωτερικό, εφόσον τηρείται η αρχή της ταυτόχρονης καταμέτρησης και ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων.
Ζ) Η αρχή της αυτοπρόσωπης άσκησης του εκλογικού δικαιώματος ισχύει πλέον μόνο για ψηφοφόρους που βρίσκονται στην επικράτεια. Το αναθεωρημένο άρθρο 51 παρ. 4 του Συντάγματος προβλέπει τη δυνατότητα στους εκλογείς που βρίσκονται στο εξωτερικό να ασκούν το εκλογικό τους δικαίωμα «με ταχυδρομική ψηφοφορία ή άλλο πρόσφορο μέσο».
Δικαστική αρχή
Η δικαστική εξουσία στην Ελλάδα ασκείται από τακτικά δικαστήρια, τα οποία διακρίνονται σε διοικητικά, αστικά και ποινικά. Αυτά τα δικαστήρια αποτελούνται από ισόβιους δικαστές που έχουν αποφοιτήσει από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Στην ελληνική δικαιοσύνη, οι δικαστικές υποθέσεις μπορούν να εξετάζονται σε δύο επίπεδα: πρωτοβάθμιο και εφετείο, ενώ αμφιβολίες και ενστάσεις επί της διαδικασίας επιλύονται οριστικά από το αντίστοιχο ανώτατο δικαστήριο.
Σε αντίθεση με τις άλλες εξουσίες, η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη από την εκτελεστική και τη νομοθετική, ακόμη και από την ίδια τη δικαστική, αφού οι αποφάσεις κάθε δικαστηρίου δεν δεσμεύονται από τις αποφάσεις άλλων ή ανώτερων δικαστηρίων. Ωστόσο, αυτές μπορούν αργότερα να ανατραπούν ή να ανατραπούν από ανώτερο δικαστήριο.
Τοπική κυβέρνηση
Η σημερινή διοικητική διαίρεση της Ελλάδας διαμορφώθηκε από το Πρόγραμμα Καλλικράτης και το Πρόγραμμα Κλεισθένης I και ισχύει από την 1η Σεπτεμβρίου 2019. Σύμφωνα με αυτό, η χώρα χωρίζεται σε επτά αποκεντρωμένες διοικήσεις, δεκατρείς περιφέρειες και 332 δήμους, οι οποίοι με τη σειρά τους χωρίζονται σε 4783 κοινότητες. Οι περιφέρειες και οι δήμοι είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα, δηλαδή οι αρχές τους εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία από εγγεγραμμένους πολίτες και διαιρούνται με τη σειρά τους σε 74 περιφερειακές ενότητες.
Ο πρωταρχικός οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) είναι ο «δήμος». Διοικείται από το δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο που εκλέγεται κάθε 5 χρόνια με καθολική ψηφοφορία. Κάθε δήμος χωρίζεται σε τμήματα που ονομάζονται «δημοτικές ενότητες» και αυτά με τη σειρά τους σε «κοινότητες». Οι τελευταίοι έχουν δικά τους συμβούλια, αλλά ο ρόλος τους είναι συμβουλευτικός και δεν μπορούν να πάρουν αποφάσεις.
ΟΤΑ είναι η «περιοχή», που αντιστοιχεί σε μια ευρεία γεωγραφική περιοχή της χώρας. Διοικείται από περιφερειάρχη και περιφερειακό συμβούλιο που εκλέγονται κάθε 4 χρόνια με καθολική ψηφοφορία μεταξύ των εγγεγραμμένων πολιτών των δήμων που ανήκουν στην περιφέρεια. Κάθε περιοχή χωρίζεται σε «περιφερειακές ενότητες», οι οποίες συνήθως συμπίπτουν με τους νομούς. Κάθε περιφερειακή ενότητα έχει τον δικό της αντιπεριφερειάρχη που προέρχεται από την εκλογική περιφέρεια του περιφερειάρχη.
Η «αποκεντρωμένη διοίκηση» δεν είναι θεσμός αυτοδιοίκησης αλλά διοικητικής αποκέντρωσης του κράτους. Περιλαμβάνει 1 έως 12 νομούς και ο επικεφαλής της (με τον τίτλο «γενικός γραμματέας») διορίζεται από την κυβέρνηση και συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες λήψης αποφάσεων, και το συμβούλιο του, στο οποίο συμμετέχουν οι σχετικοί εκλεγμένοι περιφερειάρχες και εκπρόσωποι των περιφερειακών ενώσεων των δήμων, έχει κυρίως γνωμοδοτικό χαρακτήρα.